- διεξυφαίνω
- διεξυφαίνω (Α) [εξυφαίνω]υφαίνω μέχρι το τέλος, τελειώνω το ύφασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιεξυφαίνω — Α μτφ. ολοκληρώνω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διεξυφαίνω «υφαίνω μέχρι το τέλος»] … Dictionary of Greek